- ασυμμάζευτος
- και -μάζωχτος και -μαζωτος, -η, -ο1. αμάζευτος, ασύναχτος2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… … Dictionary of Greek
ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος … Dictionary of Greek